- αεραγωγός
- ο1. αυτός διά τού οποίου μεταφέρεται, διοχετεύεται ο αέρας2. το αρσ. ως ουσ. ο αεραγωγόςοπή, σωλήνας ή συσκευή διοχετεύσεως ατμοσφαιρικού αέρα σε κλειστό χώρο.[ΕΤΥΜΟΛ. < αέρας + αγωγόςαπόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. airduct].
Dictionary of Greek. 2013.